φέρτερος

φέρτερος
-έρα, -ον, Α
(ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)
1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη
2. (για πράγμ.) καλύτερος
3. (η αιτ. τού ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον
καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.)
4. φρ. «φέρτερόν ἐστι» — είναι καλύτερο, συμφερότερο (Ομ. Ιλ. και Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα *bher- τού ρ. φέρω* με τις κατάλ. -τερος και -τατος τού συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (πρβλ. βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. φέρτερος, φέρτατος καθώς και ο συγγενής τ. φέριστος αναφέρονται κυρίως σε πρόσωπα και σπανίως σε πράγματα και εκφράζουν την έννοια τής υπεροχής σε σχέση με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική δύναμη, γενναιότητα, ικανότητες, αρετή, θέση μέσα στην κοινωνική ιεραρχία, σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. τού ρ. φέρω «μεταφέρω, παίρνω μαζί μου» αλλά και από ειδικότερες σημ. τού ρ. όπως: «εκλέγω, προτιμώ» (πρβλ. τη σημ. τού τ. φέρτερον «καλύτερα»), «παίρνω βραβείο» (πρβλ. τη φρ. ἄεθλον φέρεσθαι), «πλεονεκτώ» (πρβλ. τη φρ. φέρειν κράτος), «υπομένω δυστυχία» (πρβλ. τη σημ. τής φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη μεταξύ δύο αρνητικών καταστάσεων»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φέρτερος — φέρτατος bravest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • φέριστος — και φέρτιστος, ίστη, ον, Α φέρτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher τού ρ. φέρω* με την κατάλ. ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής… …   Dictionary of Greek

  • φέρτατος — άτη, ον, Α (επίθ. υπερθ. βαθμού) 1. (για πρόσ.) ο πιο γενναίος ή αυτός που κατέχει την πιο υψηλή θέση σε μια ιεραρχική τάξη (α. «χερσί τε βίῃφί τε φέρτατοι ἦσαν», Ομ. Οδ. β. «ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς ἐκείνου γενεάν», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) ο πιο …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • bel-2 —     bel 2     English meaning: strong     Deutsche Übersetzung: ‘stark”     Material: O.Ind. bála m n. “ force, strength, power “, bálīyün “ stronger “, báliṣṭha ḥ “ the strongest “; Gk. βελτίων, βέλτερος “ better “, βέλτιστος, βέλτατος “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • bher-1 —     bher 1     English meaning: to bear, carry     Deutsche Übersetzung: “tragen, bringen” etc (also Leibesfrucht tragen; med. “ferri”), also “aufheben, erheben”     Grammatical information: The root bher , forms the exceptional both themat. and… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”